Απλώθηκε, φούντωσε φωτιά.
Απ’λές χύθ’κι του πιτρέλαιου ούλου κάτ’, κι τοσοϊά ήθιλι να φουνταριάς’ ου τόπους, εμ τι κάνε! δε παίζ’νε μ’ αυτά τα πράματα, πουλύ θέλ’ νόμ’σις!
Απλώθηκε, φούντωσε φωτιά.
Απ’λές χύθ’κι του πιτρέλαιου ούλου κάτ’, κι τοσοϊά ήθιλι να φουνταριάς’ ου τόπους, εμ τι κάνε! δε παίζ’νε μ’ αυτά τα πράματα, πουλύ θέλ’ νόμ’σις!
Ευχαριστούμε.
Φχαριστιέμαστι! κι για τα γλυκά απ’ όφερατι, δεν ήταν ανάγκ’.
Δεν παραφυλλάω, φυλλάω.
Έκφραση που δηλώνει πως δεν μπορεί συνεχώς κάποιος να έχει την εποπτεία για κάτι ή την γνώση, ή για να αποφευχθεί κάτι.
-Ήρθε ου μπάρμπα’ζουμ;
-Δε φ’λάου αν ήρθι ού θ’κός ού μπάρμπα’ς, τράβα να ιδείς, πουδάρια ιέχ’ς.
Φτυάρι.
Ζαλώς’ του φκιάρ’ κι άϊτι πάμι να φκιάξουμι χαρμάν’ να σιάξουμι λίγου τη μάντρα για τα πράματα π’ κουντουλουγάει να πιέσ’.
Φιλώ.
Μη του φ’λείς αρέ του πιδί, θα του κουλλήεις κανιά αστένεια.
Πήραμι τη φιβγάλα μόλις είδαμι τα σκλιά να ρχιένται απάνε μας.
Αγριεύομαι.
Τι φρουματάς ιέτς μάναμ’ !
Τα δώρα του νονού το πάσχα.
Πάου να τ’ δώκου κι τα φωτίκια.
Φούστα.
Ίσιασι μαρή τη φούιστα’ς την ιέχ’ς βάν’ ριβά.
Πέταξα.
Το ρήμα φλιτράω χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει κάποιον που τρελλάθηκε.
Πάει αυτός φλιτούρξι ντίπ κατα ντίπ.